μάγκικος, -η, -ο, επίθ. [<μάγκας + κατάλ. -ικος]. 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο μάγκα ή που χαρακτηρίζει το μάγκα: «μάγκικο τραγούδι || μάγκικες χειρονομίες || μάγκικη περπατησιά». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκικα τραγούδια θα σου γράψω για να σου θυμίζουν τα παλιά· οι παλιοί νταλκάδες να ξυπνάνε, οι παλιές οι πίκρες να ξοφλάνε –γόησσα ξανθιά // έλα, μάγκικο, σκερτσόζο, δώσ’ μου μια ματιά να μου γιατρέψεις, φως μου, την καρδιά). 2α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μάγκικα, η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι μάγκες και που για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήταν κατανοητή στους πολλούς: «αν θέλεις να καταλάβω τι μου λες, μη μου μιλάς μάγκικα». β. τα τραγούδια που ακούν οι μάγκες, τα ρεμπέτικα: «δεν ακούει ποτέ του μοντέρνα τραγούδια, γιατί του αρέσουν μόνο τα μάγκικα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσουν και τα μάγκικα,γιατί έχουμε μεράκι, γιατί ξεχνώ τα βάσανα με Προύσας ’ργιλεδάκι). 3α. επίρρ. μάγκικα, πάρα πολύ εντάξει, πάρα πολύ ωραία: «όλα ήταν τακτοποιημένα μάγκικα || περάσαμε πολύ μάγκικα στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τη γνώμη την κάνεις από μένανε δε χάνεις, κι έτσι φίνα θα περνούμε, μάγκικα κι οι δυο θα ζούμε).β. με τον τρόπο του μάγκα: «μη μ’ αναγκάζεις να σου φερθώ μάγκικα || μου φέρθηκε πολύ μάγκικα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί θες μικρό ν’ αναστενάζω, μάγκικα βρισιές να σ’ αραδιάζω
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- ξηγιέμαι μάγκικα, συμπεριφέρομαι σωστά, γνήσια, καθώς πρέπει: «όταν μου φέρονται καλά, ξηγιέμαι κι εγώ μάγκικα»·  
- ξηγιέμαι μάγκικα κι ωραία, επιτείνει την πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: μια που λες πως είσ’ απ’ τον Περαία να ξηγιέσαι μάγκικα κι ωραία).